- κατασκοπῆς
- κατασκοπέωview closelypres ind act 2nd sg (doric)κατασκοπέωview closelypres ind act 2nd sg (doric)κατασκοπήviewing closelyfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατελαύνω — (Α) 1. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω («δέκα δὲ κατήλαυνον εἴσω κατασκοπῆς εἵνεκα», Πλούτ.) 2. σπρώχνω, τραβώ προς τα κάτω 3. συνουσιάζομαι παράνομα 4. (κατά τον Ησύχ.) «κατελάσαι κατατῆξαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐλαύνω «οδηγώ»] … Dictionary of Greek